- βινῶ
- βῑνῶ , βινέωinirepres subj act 1st sg (attic epic doric)βῑνῶ , βινέωinirepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βινώ — βινῶ ( έω) (Α) γαμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ. με όμοιο σχηματισμό προς τα δινώ, κινώ. Υποστηρίχτηκε η σχέση της λ. με τη λ. βία* που δεν αποδεικνύεται όμως ετυμολογικά ή και σημασιολογικά. Η υπόθεση συσχετισμού με το δινώ προσκρούει σε σημασιολογικές… … Dictionary of Greek
καταβινώ — καταβινῶ, έω (Α) (κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη) βινώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βινῶ «συνουσιάζομαι, κυρίως παράνομα»] … Dictionary of Greek
David Bain — David Michael Bain (* 3. Juli 1945 in Carlisle; † 30. November 2004 in Manchester) war ein britischer Altphilologe, besonders Gräzist. Leben Geboren in Carlisle, wuchs er in Melrose (Scottish Borders) auf und erhielt seine Schulbildung in der… … Deutsch Wikipedia
Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
βινητιώ — βινητιῶ ( άω) (Α) έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση ητιάω, ώ (πρβλ. μαθητιάω, ώ, ωνητιάω, ώ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
λαισποδίας — λαισποδίας, ὁ (Α) πολύ φιλήδονος, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαισ (βλ. λα ) + σποδώ «βινώ, βατεύω»] … Dictionary of Greek
μουνί — το (Μ μουνί[ν]) το γυναικείο αιδοίο νεοελλ. 1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας 2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την … Dictionary of Greek
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
σκοτοβινιώ — άω, Α (κωμ. λ.) 1. συνουσιάζομαι στο σκοτάδι 2. επιθυμώ να βρεθώ κρυφά με γυναίκα («κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βινῶ «συνουσιάζομαι» με επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθενείας] … Dictionary of Greek